- τέρχνος
- και τρέχνος, -εος, τὸ, Α1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι2. στον πληθ. τέρχνεα(κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια».[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -νος (πρβλ. ἔρ-νος, κτῆ-νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεαἐντάφια» συνδέεται με το είδος τών νεκρικών θυσιών (πρβλ. και «κάρπωσιςθυσία Ἀφροδίτης», Ησύχιος)].
Dictionary of Greek. 2013.